κάρτα

κάρτα
(I)
κάρτα (Α)
επίρρ.
1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.)
2. εντελώς, κατ' εξοχήν («κάρτα δ' ἔστ' ἐγχώριος», Αισχύλ.)
3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια
β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί... ἀπὸ δὲ Ἀλκμαίωνος... καὶ κάρτα λαμπροί», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτ- (κάρτος) + κατάλ. -α (πρβλ. λάθρ-α, σάφ-α)].
————————
(II)
η (Μ κάρτα)
νεοελλ.
1. κομμάτι χαρτονιού μικρών διαστάσεων το οποίο είναι συνήθως εικονογραφημένο και χρησιμοποιείται προς αποστολή ευχών, ταχυδρομικό δελτάριο
2. το επισκεπτήριο*
3. φρ. α) (για υπάλληλο) «χτυπάω κάρτα» — εγγράφω σε ειδικό μηχάνημα, πάνω στο δελτίο που φέρει το όνομά μου, την ώρα τής προσέλευσης και αποχώρησής μου από τον χώρο εργασίας
β) «κάρτα εισόδου», «κάρτα εξόδου» — δελτίο με το οποίο επιτρέπεται η είσοδος σε ιδρύματα ή οργανισμούς ή η έξοδος από αυτά
γ) «χρονική κάρτα απεριόριστων διαδρομών» — δελτίο το οποίο προαγοράζεται, ανανεώνεται και παρέχει στον κάτοχό του το δικαίωμα να πραγματοποιεί επί έναν μήνα απεριόριστο αριθμό διαδρομών με τα μέσα αστικών συγκοινωνιών
δ) «κάρτα εργασίας» — ατομικό δελτίο εργαζομένου στο οποίο δηλώνεται προς τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού η πρόσληψή του στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα
ε) «πιστωτική κάρτα» — δελτίο που εκδίδει διεθνής ή εθνικός οικονομικός οργανισμός σε άτομα με οικονομική φερεγγυότητα, παίρνοντας συνήθως ένα ετήσιο δικαίωμα, και με το οποίο ο συνδρομητής μπορεί να αγοράσει ή να μισθώσει έναντι τού λογαριασμού του, χωρίς να χρησιμοποιήσει χρήματα, αλλ. πιστωτικό δελτίο
στ) «κάρτα μπιάνκα» — υπογραφή εν λευκώ, απόλυτη πληρεξουσιότητα, πλήρης ελευθερία δράσης
μσν.
1. καθένας από τους 32 ανεμορρόμβους στους οποίους υποδιαιρούνταν το ανεμολόγιο
2. μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. carta < χάρτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάρτα — very indeclform (adverb) κάρτᾱ , κάρτος strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτά — καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc pl καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc/acc dual καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρτα — η (λ. ιταλ.), ταχυδρομικό δελτάριο, καρτ ποστάλ, επισκεπτήριο: Την Πρωτοχρονιά στέλνουμε κάρτες στους φίλους και τους συγγενείς μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… …   Dictionary of Greek

  • Μάγκνα Κάρτα — (Magna Carta Libertatum = Μεγάλη Χάρτα Ελευθεριών). Το σύνολο των παραχωρήσεων που έκανε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης ο Ακτήμων (1215) προς τους ευγενείς, την αγροτική και την εμπορική τάξη και τον κλήρο και στις οποίες έχει τις ρίζες του το… …   Dictionary of Greek

  • κάρθ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρτ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”